- συνέταιρος
- συνέταίρος ο , η1) кооператор; пайщи|к, -ца; 2) компаньон, -ка; партнёр; партнёрша (разг ); сотоварищ (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνέταιρος — συνέταιρος, ο και συνεταίρος, ο 1. μέτοχος εταιρείας: Έγινε η διανομή των κερδών στους συνεταίρους της επιχείρησης. 2. γενικά σύντροφος σε κοινή επιχείρηση: Έκανε τον υπάλληλό του συνέταιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνέταιρος — ο, η / συνέταιρος, ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Α νεοελλ. 1. μέτοχος εταιρείας, μέτοχος σε κοινή επιχείρηση 2. φρ. «συνέταιρος στα κέρδη» μέτοχος χωρίς κεφάλαιο που προσφέρει προσωπική εργασία στην εταιρεία μσν. αρχ. σύντροφος,… … Dictionary of Greek
συνεταίροις — συνέταιρος companion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεταίρους — συνέταιρος companion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεταίρων — συνέταιρος companion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεταίρῳ — συνέταιρος companion masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέταιροι — συνέταιρος companion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… … Dictionary of Greek
αρκαντάσης — ο σύντροφος, φίλος, συνέταιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. arkadş] … Dictionary of Greek
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek